ὅρος

ὅρος
ὅρος
Grammatical information: m.
Meaning: `border, boundary mark (pole, column, stone), term, limit, mark, appointment, definition' (Att. Cf. Koller Glotta 38, 70ff.).
Other forms: οὖρος (Il.), ορϜος (Corc.), ὦρος (Cret., Arg.), ὄρος (Herakl.).
Compounds: Sometimes as 1. member, e.g. ὁρο-θεσία f. `the fixing of boundaries' (hell. inscr., Act. Ap., pap.), as νομο-θεσία a.o., formal from ὁρο-θέ-της (gloss.), comp. of ὅρον θεῖναι with τη-suffix; often as 2. member, e.g. δί-ωρος `with two boundary stones' (Arc. IVa), ἀμφ-ούρ-ιον n. `toll, paid by the seller to the owner of the neighbouring estate as a fixation of the sale' (pap. IIIa, Rhod. inscr. IIa), ἀμφουριασμός m. (*ἀμφουρι-άζω); s. Wilhelm Glotta 14, 68ff., 83, Preisigke Wb. s.v.; zu εὑθυωρία s. v.
Derivatives: 1. ὅρία n. pl. (rarely sg.) `borderline, border areas etc.' (Hp., Att., Arc.); 2. ὁρία f. `border' (Att. inscr.); 3. ὅριος `belonging to the border' (Ζεὺς ὅρ., Pl., D.) = Lat. Terminus (D.H., Plu.); 4. ὁρικός `belonging to definition' (Arist.); 5. ὁρ-αία τεκτονική = gruma, -ιαῖος λίθος (gloss.); 6. ὁρίζω, aor. -ίσαι (Ion. οὑρ-), often w. prefix, e.g. δι- (ἐπι-δι- etc.), ἀφ-, περι-, προσ-, `to border, to demarcate, to separate, to determine, to define' (IA.) with (ἀφ-, περι-, δι-)ὅρισμα (οὔρ-) `limitation, border' (Hdt., E.), (ἀφ-, περι- etc.) ὁρισμός `limitation, determination etc.' (Att.), (δι-)ὅρισις (Pl., Arist.), ὁρισ-τής m. `landmarker' (Att., Tab. Heracl.), -τικός `belonging to limitation or determination, limiting, defining' (Arist.). -- 7. ὀρεύς s. v.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [?] *(u̯)eru̯-?
Etymology: Not certainly explained. -- An orig. (h)όρϜος (= Corc.) can stand for still older *ϜόρϜος (Schwyzer 306 a. 226 f.) and can be connected wih Lat. urvāre (amb-) `surround with a (boundary)furrow' (Fest. from Enn., Dig.) as a cognate; the basic noun urvus `circuitus civitatis' (gloss.; transm. urus) can agree except for he ablaut (IE *u̯r̥u̯os against *u̯oru̯os). Here also Osc. uruvú from PItal. *urvā, if with Schulze ZGLE 549 n. 1 a.o. `boundaryfurrow, border' (cf. Vetter Hb. d. ital. Dial. 1, 442). Further connection wih ἐρύω `draw' (s.v.) is then possible. -- Also an alternative basis *ὄρϜος (w. second. asper) can be combined with Lat. urvus (then from *r̥u̯os; to ὀρύ-σσω?, s.v.). -- WP. 1, 293 a. 2, 352 f., W.-Hofmann s. urvus w. further lit. S. also οὑροί and 2. οὖρον.
Page in Frisk: 2,425-426

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • .όρος — ὅρος , ὅρος boundary masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρός — the watery masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρος — implement for pressing grapes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρος — boundary masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • ορός — ο 1. το υγρό που μένει μετά την πήξη του γάλατος ή του αίματος. 2. διάλυμα από άλατα ή ζάχαρο για θεραπευτικούς σκοπούς: Τεχνητός ορός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • όρος — ο ου 1. διάταξη, συμφωνία, κανόνας: Όροι συνθήκης, συμφωνίας, δανείου κτλ. 2. ονομασία πραγμάτων ή εννοιών στις επιστήμες ή τις τέχνες: Αυτός είναι επιστημονικός όρος. 3. κατάσταση, συνθήκη ζωής: Όροι διαβίωσης. το ους, ύψωμα της γήινης… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιμολυτικός ορός — Ορός αίματος ζώου που περιέχει σημαντικές ποσότητες αιμολυσινών, δραστικών εναντίον ερυθρών αιμοσφαιρίων συγκεκριμένου ζωικού είδους. Ο α.ο. που χρησιμοποιείται συνήθως είναι ο αντιπροβάτειος. Για να τον παρασκευάσουμε κάνουμε διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • Κουκ, όρος — Όρος (3.764 μ.) των δυτικών Άλπεων στο νησί της δυτικής Νέας Ζηλανδίας. Είναι το ψηλότερο του νησιού και οι ιθαγενείς το ονομάζουν Αορανγκί (= μεγάλο άσπρο νέφος). Η κορυφή του έχει πολύ απότομες πλαγιές και αποτελείται από κρυσταλλικά πετρώματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”